- ομόζυγος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)2. σύζυγοςνεοελλ.βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγοςομοζυγώτηςαρχ.1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)3. (η αιτ. τού ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγααπό κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχοβ) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].
Dictionary of Greek. 2013.